βωρεύς

βωρεύς
βωρεύς, ο (Α)
το ψάρι βούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ. (πρβλ. αιγυπτ. br, κοπτ. bori, αραβ. būri)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βούρος — ο ονομασία του ψαριού οξύρρυγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βωρεύς «το ψάρι βούρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”